- μητρίδιος
- μητρίδιος, -ία, -ον (Α)1. αυτός που έχει μήτρα2. (κατ. επέκτ.) γεμάτος σπόρους, γόνιμος, καρπερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (Ι) + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. πτερ-ίδιος, ωμ-ίδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μητριδίων — μητρίδιος having a fem gen pl μητρίδιος having a masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρίδια — μητρίδιος having a neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητριδίας — μητριδίᾱς , μητρίδιος having a fem acc pl μητριδίᾱς , μητρίδιος having a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)